μαγεύω

μαγεύω
(AM μαγεύω) [μάγος]
1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι
β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς δαίμονας φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)
2. (μτβ.) θέλγω, γοητεύω, ξεμυαλίζω, συναρπάζω, σαγηνεύω («με τον λόγο του μάγεψε το πλήθος»)
νεοελλ.-μσν.
1. προσδίδω σε κάτι μαγικές ιδιότητες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγεμένος, -η, -ο(ν)
μαγικός
αρχ.
1. παράγω κάτι με μαγική τέχνη («ἔμψυχα μαγεύων», Ανθ. Παλ.)
2. (αμτβ.) είμαι μάγος, είμαι κάτοχος τής μαγικής δύναμης ή σοφίας («Πλάτων... οὔπω μαγεύειν ἔδοξε καίτοι πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγεύω — μαγεύω, μάγεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαγεύω — μάγεψα, μαγεύτηκα, μαγεμένος 1. κάνω μάγια: Τον μάγεψε για να του αποσπάσει χρήματα. 2. ελκύω, γοητεύω, σαγηνεύω: Η ομιλία του μάγεψε το ακροατήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγεύει — μαγεύω to be a Magus pres ind mp 2nd sg μαγεύω to be a Magus pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεύοντα — μαγεύω to be a Magus pres part act neut nom/voc/acc pl μαγεύω to be a Magus pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεύσεις — μαγεύω to be a Magus aor subj act 2nd sg (epic) μαγεύω to be a Magus fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμάγευσαι — μαγεύω to be a Magus perf ind mp 2nd sg μαγεύω to be a Magus perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγευθεῖσιν — μαγεύω to be a Magus aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγευομένη — μαγεύω to be a Magus pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγευουσῶν — μαγεύω to be a Magus pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγευόμεναι — μαγεύω to be a Magus pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”